Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Εκποιούμενα μεράκια...






Τα βιβλία του Κωνσταντινοπολίτη γιατρού  και συγγραφέα Ακύλα Μήλλα, μ’ έκαναν πάντοτε να νιώθω ως το μεδούλι της την σημασία της λέξης  μ ε ρ ά κ ι.  Ο ακούραστος  αυτός  άνθρωπος, συλλέκτης φωτογραφιών και καρτ ποστάλ, εμβριθής συγγραφέας και ιστοριοδίφης, φωτογράφος και προπάντων  λεπτουργός ζωγράφος ιδιότυπων σχεδίων, με κάθε του βιβλίο  μου προκαλούσε δέος και έκπληξη. 

Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για την επιτομή του «one man show». Ο αείμνηστος Δημήτριος Μάνος, σπουδαίος Φιλόλογος στην Πόλη και στην Αθήνα, χαρακτηρίζει την τριλογία των Πριγκηπονήσων  του Α.Μ. «ιστορική, εθνογραφική, και λαογραφική Πριγκηπονησιακή εποποΐα». Πάνω από δεκαπέντε ογκώδη πολυτελή λευκώματα σχετικά με τον ελληνισμό της Πόλης  και των Πριγκηπονήσων  ( Η Χάλκη, Η Πρώτη- Η Αντιγόνη, Η Πρίγκηπος, Το Πέρα και πολλά άλλα ειδικού ενδιαφέροντος όπως Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως, Σφραγίδες μητροπόλεων Χαλκηδόνος και  Δέρκων, Ο Άγιος Γεώργιος ο Κουδουνάς, Χάλκης παραλειπόμενα, Κτηματολόγιο Πριγκηπονήσων κλπ).


Την πρόωρα εξαντλημένη "Χάλκη" του, που αποτελεί  και τον  πρώτο τόμο της τριλογίας των Πριγκηπονήσων,  και κυκλοφόρησε το 1984 (βραβείο  Ακαδημίας Αθηνών 1986) έτρεχα εναγωνίως να την αποκτήσω σε δημοπρασίες βιβλίων με αρκετά τσουχτερό τίμημα.

Τα λευκώματά του, με τιμές συνήθως κοντά στα 90 ευρώ (συχνά και αρκετά παραπάνω), αποτελούσαν πολύτιμα αποκτήματα -κανονικά κοσμήματα- για κάθε βιβλιοθήκη. Για κάποιους η απόκτηση αυτή προϋπέθετε ίσως κάποια σθεναρή τροποποίηση του …οικογενειακού προϋπολογισμού.

Προχθές, περνώντας από το Stock του Ιανού, αντίκρισα με έκπληξη το «Η Πρώτη- Η Αντιγόνη», έναν πολυτελέστατο ογκώδη τόμο σε σχήμα 29Χ22, 672 σελίδες, να «προσφέρεται» στο 1/9 της αξίας του: 9.90 Ευρώ !!!. «Ευκαιρία» για αγορά, "κελεπούρι", «σημάδι κι αυτό  της κρίσης» θα έλεγε κανείς...



 Όμως εμένα, η εικόνα της «ντάνας» με τα μερακλίδικα βιβλία του Α.Μ. στο στοκατζίδικο, μου κάθισε στο στομάχι… Δεν θα 'ναι για καλό!


Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

"... απόθανεν ο κυνηγός απού σας εκυνήγα"*.

                                             Νίκος Μαμαγκάκης  (1929-2013)


Σήμερα τα ξημερώματα ο Νίκος Μαμαγκάκης έφυγε από κοντά μας. Άφησε πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό αλλά και ένα τεράστιο μουσικό έργο που πάντα θα μας συντροφεύει. Καλό ταξίδι...
                                                                                                                           
Δερμάνης Δημήτρης


                                  (αναρτημένο στο facebook του Νίκου Μαμαγκάκη την Τρίτη 23.7.2013)


    Η κυρία Π.  εξαιρετική φιλόλογός μας στο Λύκειο στα 197 ..τόσα, μια γυναίκα ψηλόλιγνη και στητή, θαρρούσες είχε κάποια  συγγένεια με την Ειρήνη Παπά, έκανε δικαιολογημένα συναρπαστική την  ανάγνωση και επεξεργασία της «Αντιγόνης»  στην τάξη.  Αυτή η κ. Π. λοιπόν, είχε μιαν εμμονή την οποία και ευθαρσώς διατύπωνε σε κάθε ευκαιρία. Πίστευε ότι ο σπουδαιότερος εν ζωή Έλληνας μουσικός ήταν ο Νίκος Μαμαγκάκης. Τότε εκείνος είχε πρωτοπαρουσιάσει  τον «Έρωτόκριτό» του. Πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου να συμφωνήσω απολύτως μαζί της. 
   Τα τελευταία χρόνια  παρακολουθούσα σχεδόν με κομμένη ανάσα την ιλιγγιώδη προσπάθεια του μεγάλου συνθέτη να καταθέσει ολοκληρωμένο το έργο του. Ιδρύοντας την δισκογραφική εταιρεία «Ιδαία» ξανάγραψε-ενορχήστρωσε-διηύθυνε  και επανηχογράφησε στο στούντιο αρκετές δεκάδες γνωστά και άγνωστα έργα του σε σχεδόν εκατό ψηφιακούς δίσκους.[Δείτε κατάλογο έργων εδώ: http://mamangakis.weebly.com/deltaiotasigmakappaomicrongammarhoalphaphi943alpha.html ]. Άνθρωπος πληθωρικός και παθιασμένος, επιβλητικός και ίσως με κάποια επιτηδευμένη θεατρικότητα, ειλικρινής και θαρραλέος. Το πρωτοποριακό του έργο ερωτοτροπεί με το χώρο της ατονικής, της σειριακής, της ηλεκτρονικής και της μινιμαλιστικής  μουσικής. Ο Νίκος Μαμαγκάκης έγραψε τα πάντα:  λαϊκά τραγούδια, μουσική για πάνω από εκατό ταινίες και μεγάλες τηλεοπτικές παραγωγές στη Γερμανία, μεγάλα ορχηστρικά έργα, όπερες, μουσική δωματίου και κυρίως ανεπανάληπτα κιθαριστικά έργα που αποτελούσαν μάλλον την απόλυτη «ειδικότητά του». Υπήρξε αναμφισβήτητα και εξαιρετικός ενορχηστρωτής.  
   Σεβάστηκε την λαϊκή παράδοση  και θωρούσε τα πράγματα από το σωστό τους ύψος. Με πολλή συγκίνηση έπιασα τα τελευταία χρόνια στα χέρια μου τους δίσκους του Οδύσσεια  του Νίκου Καζαντζάκη, Εγκώμιο στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Εγκώμια (στους Σεφέρη, Ελύτη, Καβάφη, Μητρόπουλο, Χρήστου, Ξενάκη κλπ) , Τραγούδια της Παράδεισος (παραλλαγές σε ρεμπέτικα τραγούδια).



Ο Ν.Μ. έλεγε: «(…) είμασταν όλοι επηρεασμένοι και από τους λαϊκούς, ειδικά εγώ που συνεργάστηκα και μαζί τους. Έζησα την εποχή τους. Είχα τα βιώματά τους. Δηλαδή κατέβαινα στο υπόγειο εστιατόριο της Ίωνος και έτρωγα φασουλάδα μαζί τους, κατάλαβες; Κι  είμαστε ακριβώς του ίδιου φυράματος, είχα τα ίδια λεφτά που είχε την εποχή εκείνη και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Δηλαδή ούτε φράγκο! Ζούσαμε στις ίδιες καταστάσεις. Ήμουν ένας πάμπτωχος, περιθωριακός, όπως θέλεις πες το!
Αλλά  ήμουν ένας από αυτούς.
Ζούμε σε  ένα τηλε-κόσμο, σε έναν τηλε-καιρό, βιώνουμε μια τηλε-αισθητική, τρεφόμαστε με τηλε-πληροφορίες και γενικά ζούμε με προτεταμένη τη λέξη «τηλε-» που αν δεν απατώμαι σημαίνει» εξ αποστάσεως». Δηλαδή ζούμε μια ζωή από απόσταση…»

(από τη Βιογραφία του Νίκου Μαμαγκάκη που έγραψε ο Πάνος Χρυσοστόμου "Νίκος Μαμαγκάκης - Μουσική ακούω, ζωή καταλαβαίνω"-εκδόσεις Άγκυρα)

    Ο δημιουργός Νίκος Μαμαγκάκης, αποκλεισμένος εδώ και πολλές δεκαετίες από τα media και τη δημόσια προβολή,  πέθανε προχθές  πλήρης ημερών. Η αναγγελία του θανάτου του δεν συνοδεύτηκε από αλλεπάλληλες  εκπομπές  έργων του στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση. Θέλω να διατηρώ την ψευδαίσθηση πως αν εξακολουθούσαν να  υπάρχουν ακόμα η ΝΕΤ και η ΕΡΤ, που ως Ιφιγένειες σφαγιάστηκαν άρον-άρον στο βωμό της νέας εκταμίευσης δανεικών από τους «Εταίρους»,  ίσως θα μάθαινε- έβλεπε- άκουγε- συνειδητοποιούσε το χρεοκοπημένο πανελλήνιο πως έχασε κι έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες.
    Πως ένα ακόμα από τα «κερκέλια» μας  εξέλιπε…


                                                                                                                       ΝΩΝΤΑΣ ΤΣΙΓΚΑΣ


*Στίχος από το ριζίτικο τραγούδι "Αγρίμια κι αγριμάκια μου"

Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Λευκάδα (1)



Δεν είναι περίεργο που πρώτη στο νου μου έρχεται αυτή η όμορφη γάτα της Λευκάδας έτσι καθώς  προσπαθώ να περιμαζέψω μνήμες και εμπειρίες από τις ολιγοήμερες διακοπές μου εκεί;  Από όλο αυτό το μπλε, όλους τους ανέμους, το ερειπωμένο και εγκαταλειμμένο πια σπίτι του Σικελιανού με τις βαριές σκουριασμένες κλειδαριές, την τσιμεντοποιημένη επικράτεια του νησιού, την καταστροφή στο Νυδρί,  το γενικευμένο τουριστικό ξεχαρβάλωμα, την βαρύτατη αίσθηση του «πωλείται», τα βεβηλωμένα αγάλματα των παλαιών, μ’ άλλα λόγια την λαμπρή πρυτανεία της παρακμής, αυτό το κάτασπρο γατί με ησυχάζει , απαλύνει τον πόνο μου και μου δίνει θάρρος. Για χάρη μας βλέπετε, και για τη φωτογράφηση, σχεδόν φόρεσε άνθη στο κεφάλι (αν ήταν γαρύφαλλα θα ’λεγα μετά χαράς «γαρύφαλλο στ’ αυτί»).


Φέρνω επίσης στο νου μου τον Κωσταντίνο ντε Βαλαμόντε (1911-1998). Δεν θα τον εγνώριζα αν οι εξαιρετικές (αλλά και πολύ ακριβές!) εκδόσεις fagotto books, που ειδικεύονται στις μουσικές σπουδές και εκδόσεις, δεν έκαμναν εξαίρεση για τη Λευκάδα και δεν δημοσίευαν εκτός των άλλων και την πολύ καλή μελέτη της κ. Παρασκευής Κοψιδά –Βρεττού με τον τίτλο «Λαϊκός Σουρεαλισμός,  Κώστας ντε Βαλαμόντε ο αντιήρωας μιας παραλογικής  αφήγησης». Χωρίς εγκύκλιες σπουδές, αυτόφωτος, ξεχωριστός, «ιδιαίτερος λίαν» ο άνθρωπος αυτός στάθηκε για την πόλη της Λευκάδας ένας πραγματικός  σαλός που προκαλούσε δέος και λαϊκά χάχανα όσο ζούσε. Καθώς κινήθηκε στα όρια Σουρεαλισμού/Ντανταϊσμού/Ναΐφ και κατακερματισμού των ψυχωτικών μίλησε, κατάρτισε θεωρίες ως «ιατροφιλόσοφος», ζωγράφισε με έμπνευση μεγάλου ζωγράφου, έπαιξε τρομπέτα με τα χείλη, σιγοντάρισε καντάδες με την κιθάρα του και την βαριά του φωνή. Αν ο Σκαρίμπας παίζοντας με μια ολόκληρη Χαλκίδα σκαρφίζονταν τους τύπους και τους ζωντάνευε στο χαρτί, ο Κώστας ντε Βαλαμόντες υποδύθηκε όλους αυτούς τους ρόλους.  Έπαιξε με τον κόσμο. Του έβγαλε τη γλώσσα αλλά και χλευάστηκε. 

  Είχε  την περιουσία ενός σπουργίτη όταν υπερήλικα τον βρήκαν τα σκυλιά ενός κυνηγού πεθαμένο από μέρες κοντά στη θάλασσα. Κι ας είχε πουλήσει εκατοντάδες πίνακές του σε πλούσιους συλλέκτες εδώ και στο εξωτερικό. Παρακάτω η Λευκάδα που χάθηκε, σε μια ένωση με την ελληνική ποιητική παράδοση δια χειρός Κώστα ντε Βαλαμόντε. Να τι ήταν γι’ αυτόν η Λευκάδα (και γιατί στο νου μου έρχεται ο Κάλβος και η Σαπφώ σαν διαβάζω αυτούς τους στίχους;)


                                       ΛΕΥΚΑΔΑ        

                                           

Ω, συ, παραπόδας Ενετού ανάγραμμα της Σικελίας μέτωπο! 

Λευκάδα κλαδωτή από πολυελαίους, φωτοσκιάσεων.

Σου έφερα τον ωκεανογράφο του ορίζοντα 

Να αστραπογράψη μυριόηχος ο Νομοπλάστης. 

Πόσων γενηών πατήματα εφώληασαν στις σκέπες Σου; 

Ζευγολάτης εφύτευσε αντρότητες στις πόρτες Σου Νησί

γιατί  τον αγαπώ μαζί γενήθηκαν οι χρόνοι απ’ το δρόμο Σου

πρωτοθεώρατος Οδυσσεολόγος είσαι γενέτηρά μου! 

Βωμός απ’ τα Λεύκατα η στεριά νίβει τα μνημεία,

ο θρόνος της Σαπφούς στη άβυσσο του γαλάζιου, 

εδώ κτίσματα καταιγίδος ουρλιάζουνε στην αμμουδιά.

Η γέννα σου το Κάστρο και η μήτρα σου τα ύψη, 

ουρανοστράτησε ο θαλασσολόγος σβύσιμο στην πλατεία σου.

Η σταυρωμένη πέτρα του αετού πίνακας στο νου μου.

                        
                                               (ποίημα  του Κώστα Ντε Βαλαμόντε)


Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Νυκτωδία στον Άγιο Φραγκίσκο της Μουσικής


                                                                                                  από το Facebook της ταινίας "Γυμνά χέρια"



(...) θα ρωτούσα τον επίδοξο διευθυντή ορχήστρας, αν η φιλοδοξία του υπηρετεί έναν ηθικό καλλιτεχνικό σκοπό και αν δεν είναι μόνο μια κρυφή επιθυμία για  δύναμη και κυριαρχία, πράγμα που δεν δείχνει παρά μόνο τη γύμνια του.

                                                                                              Δημήτρης  Μητρόπουλος                                               


   Την Τετάρτη το βράδυ στην Προβλήτα Α του λιμανιού της πόλης η "Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος" παρουσίασε -πρόσφερε στους Θεσσαλονικείς την ταινία του Γιώργου Σκεύα "Τα γυμνά χέρια" με θέμα τη ζωή του μεγάλου μαέστρου Δημήτρη Μητρόπουλου. Βέβαια ως "Έτος Δημήτρη Μητρόπουλου" είχε ορισθεί το 2012, αλλά καθώς "το κάλιο αργά παρά ποτέ"  για την Ελλάδα αποτελεί  σχεδόν εθιμοτυπία, η αναδρομικότητα αυτή μας ήταν καλοδεχούμενη.
Η ταινία καλοφτιαγμένη, με ισχυρή θεατρική αισθητική άποψη και με εμφανώς πολλή δουλειά να κρύβεται πίσω από κάθε πλάνο-κάθε της στιγμή. Εκπληκτική η παρουσία του πρόσφατα χαμένου Λευτέρη Βογιατζή που σε μια ιδιότυπη performance-υποκριτική υποδύεται  τον Έλληνα μαέστρο.

Τον ακούμε να διαβάζει σκέψεις σε ελληνικά, αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά όπως άλλωστε  κι ο Δ.Μ. άνετα μιλούσε και διάβαζε αυτές τις γλώσσες. Καπνίζει μονάζοντας σε λιτά δώματα, στο ημίφως όπως εκείνος. Ανταλλάσσει επιστολές-εκμυστηρεύσεις με την εξαιρετική κυρία και επιστήθιά του φίλη Καίτη Κατσογιάννη στην Αθήνα. Η προσπάθεια εξαιρετική-το συνολικό αποτέλεσμα συγκινητικό τουλάχιστον. Συγχαρητήρια αξίζουν στον σκηνοθέτη για το μόχθο που κατέβαλε. 


Αφορμή στέκεται αυτή η ταινία να θυμηθούμε ξανά τον μεγάλο αυτόν Έλληνα και να στοχαστούμε. Όχι πάνω στα χιλιοειπωμένα και μάταια για το πώς η πατρίδα αυτή αμείβει τα παιδιά της, ούτε για τη μοίρα των ανθρώπινων δημιουργημάτων ή για την επισφαλή και αβέβαιη αθανασία που προσφέρει η Τέχνη. Μα για ν' αναλογισθούμε την μοιραία σημασία που  απόχτησε η καθαίρεση από το συλλογικό υποσυνείδητο ηθικών, πολιτισμικών και δημιουργικών προτύπων και που αποτελεί μια από αιτίες που επέτρεψαν την σημερινή μας Πτώση. Και η οποία -βεβαιότατα!- δεν οφείλεται μονάχα  σε αυστηρώς οικονομικά μεγέθη...




"Καθώς αναλογίζομαι αυτό το βιβλίο έχω στο νου μου τρία πρόσωπα, τη μοίρα τους. Τον Δημήτρη Μητρόπουλο, την Καίτη Κατσογιάννη, τη Μαγκουφάνα της Αττικής [σχόλιο δικό μου: πόσο σοφά  θέτει τη λέξη"πρόσωπα" μαζί και για τον Τόπο  ο Σεφέρης εδώ. Και ποιός άραγε μπορεί να αρνηθεί πως ο κάθε τόπος δεν αποτελεί παρά ένα πληγωμένο, θρυμματισμένο ή αφανισμένο «πρόσωπο»;].
Και συνεχίζει ο Σεφέρης: "Οι άνθρωποι διαβαίνουν, οι τόποι μένουν, θα λέγαμε άλλοτε. Έτσι συλλογιζόμουν κι εγώ, κάθε φορά που πήγαινα στη Μαγκουφάνα για χαρές και για λύπες. Όμως τα τελευταία χρόνια, κοιτάζοντας την παραμορφωτική συμπεριφορά που δείχνουμε στα τοπία μας, με παίρνει η πικρή σκέψη πως είμουν απλοϊκός. Έχουμε αλήθεια τόση βαναυσότητα, που βάζουμε θα ’λεγε κανείς, όλα μας τα δυνατά για να την αποτυπώσουμε σε πολιτείες, σε βουνά, σε βράχους ή και σε ανθρώπους ακόμα. Από τα τέτοια καμώματα δεν έμεινε απείραχτη, αν το καλοπροσέξουμε, μήτε η ζωή του Δημήτρη Μητρόπουλου".


(Αποσπάσματα από τον Πρόλόγο του Γιώργου Σεφέρη στην αλληλογραφία του Δημήτρη Μητρόπουλου με την Καίτη Κατσογιάννη, η οποία φυλάσσεται πλέον στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και εκδόθηκε από τον Ίκαρο το 1966).


Tην 1η Νοεμβρίου 1960, ο 65χρονος Δημήτρης Μητρόπουλος, «έκπτωτος» μαέστρος (1951-1957) της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης (ΝΥPO), διευθύνει στο Μιλάνο την ορχήστρα της Σκάλας στην πρόβα της 3ης Συμφωνίας του Μάλερ. Γύρω στις 10 το πρωί εμφανέστατα καταβεβλημένος, κι ενώ έχει έναν προς έναν χαιρετήσει τους μουσικούς με τα μικρά τους ονόματα, απευθύνεται στην ορχήστρα προτού ξεκινήσει: «Είναι αλήθεια πως είμαι εξουθενωμένος, αλλά είμαι σαν τα παλιά αυτοκίνητα που όλα τα μέρη τους είναι έτοιμα να καταρρεύσουν, εκείνα όμως εξακολουθούν να λειτουργούν”. 
Σε λίγο θα έπεφτε νεκρός από το πόντιουμ («πόδιον»). Πάνω του βρέθηκε σημείωμα με τις παρακάτω τελευταίες επιθυμίες του:

“Αποτελεί αμετάκλητον επιθυμίαν μου όπως εις περίπτωσιν θανάτου μου δημοσιευθεί ειδοποίησις προς αποφυγήν αποστολής ανθέων. Παν άτομον το οποίον θα επεθύμει να αποτίσει φόρον τιμής δύναται να συμβάλει εις κεφάλαιον συγκεντρωθησόμενον εις το όνομά μου. Το κεφάλαιον τούτο θα χρησιμοποιείται επ’ ωφελεία των Αμερικανών συνθετών, την διαχείρησίν του δε δέον να αναλάβει ο Σύλλογος της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης. Η σορός μου να μην εκτεθεί εις κοινήν θέαν και να αποτεφρωθεί άνευ τελετής και κατά τον πλέον σύμφορον τρόπον. Η τέφρα μου να αποδοθεί εις τον Τζέϊμς Ντίξον, διαμένοντα εις πόλιν Αϊόβα, εις την οδόν Σλένταρ 1333, να τοποθετηθεί δε εντός κοινής λυκήθου ή ετέρου δοχείου αγορασθησομένου εις την ονομαστικήν του αξίαν. Ο προαναφερθείς Τζέϊμς Ντίξον δύναται, εάν το επιθυμεί, να παραδώσει την ως άνω λήκυθον εις τη Ελλάδα». 

(Από το σημαντικό βιβλίο του William Trotter Ο Ιεροφάντης της μουσικής-Η ζωή του Δημήτρη Μητρόπουλου, Εκδόσεις Ποταμός 1999).

Την επομένη του θανάτου του Δ.Μ., στις 2 Νοεμβρίου, ο σχεδόν συνομήλικός του (1900-1962) κορυφαίος μουσικολόγος, μουσικοκριτικός και καθηγητής μουσικής στο Κολλέγιο Αθηνών Μίνως Δούνιας θα γράψει ένα εξαιρετικό κείμενο με τον τίτλο Δημήτρης Μητρόπουλος - ο Μαέστρος που έφυγε. Μεταξύ άλλων εκεί γράφει: «Λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής του γίνονται μυθιστόρημα, όπως ο βίος των κινηματογραφικων αστέρων. Ήταν αδύνατον να συλλάβουν στη χώρα της τυποποιημένης ζωής το φαινόμενο ενός μεγάλου μαέστρου, που σαν άνθρωπος έμεινε απλός και ζούσε σαν ασκητής σε πενιχρά διαμερίσματα, που ταξίδευε τρίτη θέση χρησιμοποιώντας το σακίδιο με τις νότες του για προσκέφαλο, που αγαπούσε την ορειβασία και τη μοναξιά, που περιφρονούσε το χρήμα και μοίραζε το μισθό του σε αγαθοεργίες, που προτιμούσε τη συντροφιά των  μουσικών της ορχήστρας του ή την κουβέντα με  τους απλούς βιοπαλαιστάς από τις επίσημες δεξιώσεις ή τις προσκλήσεις των ηλικιωμένων κυριών διαφόρων εκκλησιαστικών σωματείων».



Φεύγαμε μετά την προβολή της ταινίας. Νύχτα γλυκιά. Μπροστά μας ο Λευκός Πύργος. Ένα καράβι φωτισμένο παραπλέει παράλληλα προς την προκυμαία. Ποδηλάτες πηγαινοέρχονται στην παχιά λωρίδα που τους διέθεσε ο Δήμος κουδουνίζοντας νευρικά στους παραβάτες πεζούς.   Επιθύμησα έντονα ν’ ανάψω ένα κερί και να το στεριώσω κάπου στη παραλία απόψε στη μνήμη του Δημήτρη Μητρόπουλου. 


Ο Μητρόπουλος είναι αυτός που ολοένα φεύγει. Ο διωγμένος. Ο απωθημένος από τα κοινά και παραδεδεγμένα ιδεώδη του Έθνους. [Θαρρώ πως ακούω ακόμα τα περιπαιχτικά, γεμάτα υπονοούμενα, σφυρίγματα στις επίσημες συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών από το χύδην «ανδροπρεπές» ακροατήριο που τυχαίνει ν’ ακούει και «σοβαρή μουσική». Κι από κοντά η μνήμη του άγνωστου ως τα σήμερα Χαρίλαου Περπέσσα κι η δεινή τύχη, για όσο ήταν ζωντανός,  ενός βιολιστή στην δεύτερη σειρά των βιολιών της ΚΟΑ που ακούει στο όνομα Νίκος Σκαλκώτας. Τα έργα τους μονάχα ένας Δημήτρης Μητρόπουλος θα τολμήσει να παρουσιάσει στο κοινό της «Αμερικής» ]. Φεύγει λοιπόν "ο Δημητράκης" για να μεγαλουργήσει σε άλλο τόπο. Σαν μεγάλος θυμός το ταλέντο του θα ανθοφορήσει και θα γεννήσει αλλού τα θαύματα. Οι χιλιάδες συναυλίες του για πάνω από 25 χρόνια σ’ ολόκληρο τον κόσμο, οι σχεδόν δυο χιλιάδες -κι ανέκδοτες οι περισσότερες- ηχογραφήσεις σε μαγνητοταινίες. Οι πεντακόσιοι δίσκοι βινυλίου 78 στροφών με τις ορχήστρες που κατά καιρούς  διηύθυνε. Πόσες ζωές χωρούν εδώ; Τι μόχθος,  στέρηση, προσπάθεια; Τι τάξιμο εαυτού; Ποια αφιερωματική οδύνη;  Δικαίως ο ιατροδικαστής κατά την νεκροτομή στο Μιλάνο βρήκε την καρδιά του μαέστρου ανοιγμένη στα δυο. Μια καρδιά που δωρήθηκε στην Τέχνη χωρίς δεύτερες σκέψεις. Που ράγισε και επαύθη με τον αγαπημένο Μάλερ μέσα της. 
Και στην Πατρίδα τι; Μα… αυτό που εκείνος θέλησε σ’ έναν ύστατο και μακάβριο συμβολισμό: Τις στάχτες του μονάχα πια!

     Μια τελευταία ματιά στην προβλήτα. Νεαρότατα παιδιά κάθονται ρεμβάζοντας και συνομιλούν ήρεμα στο τσιμεντένιο κατάστρωμα. Έχουν τα πόδια τους ανέμελα κρεμασμένα πάνω στα νερά. Τα μάτια τους στον έρωτα. Και στη θάλασσα εμπρός τους. Τη βρώμικη, σκοτεινή, περίκλειστη και χωρίς ορίζοντα θάλασσα της Σαλονίκης. Πίσω τους λίγη ώρα πριν λειτούργησε το θαύμα και το παράδειγμα. 

     Ίσως δεν το είχαν καν πάρει είδηση…




                                                                          NΩΝΤΑΣ ΤΣΙΓΚΑΣ